Μετάβαση στο περιεχόμενο

drinker

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
drinker drinkers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
drinker < drink + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drinker (en)

  1. ο πότης, αυτός που πίνει συχνά ή μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά
      He’s a big/heavy drinker.
    Είναι μεγάλος πότης.
  2. (μετά από το ουσιαστικό) -πότης, ένα άτομο που πίνει τακτικά το συγκεκριμένο ποτό που αναφέρεται
      a coffee drinker - καφεπότης