drinker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
drinker | drinkers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
drinker (en)
- ο πότης, αυτός που πίνει συχνά ή μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά
- ↪ He’s a big/heavy drinker.
- Είναι μεγάλος πότης.
- ↪ He’s a big/heavy drinker.
- (μετά από το ουσιαστικό) -πότης, ένα άτομο που πίνει τακτικά το συγκεκριμένο ποτό που αναφέρεται
- ↪ a coffee drinker - καφεπότης