Μετάβαση στο περιεχόμενο

driving

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

driving (en) (μη μετρήσιμο)

  • η οδήγηση
      Driving inside the city stresses me out.
    Η οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.
      There is an effort to reduce accidents resulting from distracted driving.
    Υπάρχει προσπάθεια μείωσης των ατυχημάτων που προκύπτουν από αποσπασμένη οδήγηση.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

driving (en)