driving
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η οδήγηση
- ⮡ Driving inside the city stresses me out.
- Η οδήγηση μέσα στην πόλη με στρεσάρει.
- ⮡ There is an effort to reduce accidents resulting from distracted driving.
- Υπάρχει προσπάθεια μείωσης των ατυχημάτων που προκύπτουν από αποσπασμένη οδήγηση.
- ⮡ Driving inside the city stresses me out.
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]driving (en)