duc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | duc | ducs |
θηλυκό | duchesse | duchesses |
duc (fr) αρσενικό
- ο δούκας
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | duc | ducs |
θηλυκό | duchesse | duchesses |
duc (fr) αρσενικό