duckling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
duckling | ducklings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
duckling (en)
ενικός | πληθυντικός |
duckling | ducklings |
duckling (en)