duko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duko | dukoj |
αιτιατική | dukon | dukojn |
duko (eo)
- ο δούκας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | duko | dukoj |
αιτιατική | dukon | dukojn |
duko (eo)