duly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
duly < due

Επίρρημα

[επεξεργασία]

duly (en)

  1. δεόντως, όπως πρέπει, προσηκόντως
  2. στην κατάλληλη χρονική στιγμή