duly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- duly < due
Επίρρημα
[επεξεργασία]duly (en)
- δεόντως, όπως πρέπει, προσηκόντως
- στην κατάλληλη χρονική στιγμή