eat someone's lunch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
eat someone's lunch, eating the lunch of someone
- νικώ, ξεπερνώ, είμαι καλύτερος, προπορεύομαι, έρχομαι πρώτος σε σχέση με κάποιον