lunch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lunch | lunches |
lunch (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το μεσημεριανό
- ↪ We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
- Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.
- ↪ We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
Ρήμα[επεξεργασία]
lunch (en)
- γευματίζω (μεσημεριανό)