lunch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lʌntʃ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lunch lunches

lunch (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • το μεσημεριανό
    We’re meeting for lunch and in the afternoon we’ll take a ride on the yacht.
    Θα συναντήσουμε για μεσημεριανό και το απόγευμα θα κάνουμε βόλτα με το γιοτ.

Ρήμα[επεξεργασία]

lunch (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]