Μετάβαση στο περιεχόμενο

brunch

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
brunch < συμφυρμός των breakfast + lunch

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bɹʌntʃ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brunch (en)

brunch (en)

  • τρώω το παραπάνω γεύμα