eater

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
eater eaters

Ετυμολογία [επεξεργασία]

eater < eat + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

eater (en)

  • ο φαγάς, ένα άτομο ή ένα ζώο που τρώει ένα συγκεκριμένο πράγμα ή με συγκεκριμένο τρόπο
    He’s a big eater.
    Είναι μεγάλος φαγάς.
    The kid is a big eater. He never makes it difficult for us to feed him.
    Είναι φαγανό παιδάκι. Δε μας δυσκόλεψε ποτέ στο φαΐ του.

Πηγές[επεξεργασία]