eater
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
eater | eaters |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]eater (en)
- ο φαγάς, ένα άτομο ή ένα ζώο που τρώει ένα συγκεκριμένο πράγμα ή με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ He’s a big eater.
- Είναι μεγάλος φαγάς.
- ⮡ The kid is a big eater. He never makes it difficult for us to feed him.
- Είναι φαγανό παιδάκι. Δε μας δυσκόλεψε ποτέ στο φαΐ του.
- ⮡ He’s a big eater.