ego-surf
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ego-surf | ego-surfs |
ego-surf (fr) αρσενικό
- (νεολογισμός) η έρευνα στο ίντερνετ, ή ειδικότερα στο τουίτερ, του ονόματός μου ή της ονομασίας της εταιρείας για την οποία εργάζομαι