ekipaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ekipaĵo | ekipaĵoj |
αιτιατική | ekipaĵon | ekipaĵojn |
ekipaĵo (eo)
- το πλήρωμα