eléctrico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
eléctrico (es)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
eléctrico | eléctricos |
eléctrico (pt) αρσενικό
- το τραμ
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- de eléctrico - (πηγαίνοντας, κυκλοφορώντας) με το τραμ