τραμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραμ < (άμεσο δάνειο) γαλλική tram < συγκοπή από την αγγλική tram-way
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραμ ουδέτερο άκλιτο
- (μέσο μεταφορών) μεταφορικό μέσο των αστικών κέντρων που κινείται με ηλεκτρισμό επάνω σε σιδηροτροχιές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
τραμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μέσα μεταφορών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)