Πορφύριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πορφύριος < αρχαία ελληνική πορφύρα + -ιος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πορφύριος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πορφύριος
|