σαμόσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαμόσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαμόσα θηλυκό
- γεμιστό αρτοσκεύασμα της μεσανατολικής και νοτιοασιατικής κουζίνας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαμόσα
|