goodfella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
goodfella | goodfellas |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- goodfella < good + fella (< fellow), κυριολεκτικά: καλόπαιδο (ευφημιστικά)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
goodfella (en)
- (αργκό, ΗΠΑ) μέλος του υποκόσμου, γκάνγκστερ, ιδίως το μέλος της μαφίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Goodfellas στην αγγλική Βικιπαίδεια , αμερικανική κινηματογραφική ταινία (1990) του Μάρτιν Σκορσέζε