goodfella

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
goodfella goodfellas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
goodfella < good + fella (< fellow), κυριολεκτικά: καλόπαιδο (ευφημιστικά)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡʊdˌfɛlə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

goodfella (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]