elektrono
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elektrono | elektronoj |
αιτιατική | elektronon | elektronojn |
elektrono (eo)
- το ηλεκτρόνιο
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
elektrono (io)
- το ηλεκτρόνιο