elm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
elm | elms |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
elm (en)
Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
elm (ca)