Μετάβαση στο περιεχόμενο

elm

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
elm elms

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

elm (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

elm (ca)