empathique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- empathique < empathie
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
empathique | empathiques |
empathique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να ταυτιστεί με άλλον και να κατανοήσει τα συναισθήματά του, ενσυναισθηματικός