empathique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- empathique < empathie
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
empathique | empathiques |
empathique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να ταυτιστεί με άλλον και να κατανοήσει τα συναισθήματά του, ενσυναισθηματικός