Μετάβαση στο περιεχόμενο

empathique

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
empathique < empathie

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
empathique empathiques

empathique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]