empirisme
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɑ̃.pi.ʁism/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
empirisme | empirismes |
empirisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
empirisme | empirismes |
empirisme (fr) αρσενικό