empirisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.pi.ʁism/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
empirisme empirismes

empirisme (fr) αρσενικό