emptiness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
emptiness | emptinesses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]emptiness (en)
- το κενό
- ⮡ His death left a difficult-to-replace emptiness.
- Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
- ⮡ His death left a difficult-to-replace emptiness.