Μετάβαση στο περιεχόμενο

emptiness

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
emptiness emptinesses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

emptiness (en)

  • το κενό
      His death left a difficult-to-replace emptiness.
    Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό.