emptiness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
emptiness | emptinesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
emptiness (en)
- το κενό
- ↪ His death left a difficult-to-replace emptiness.
- Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό.
- ↪ His death left a difficult-to-replace emptiness.