enceinte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
enceinte enceintes

enceinte (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
enceinte enceintes

enceinte (fr) θηλυκό

  1. το φρούριο, το τείχος
  2. ο χώρος που περικλείεται από ένα τείχος
  3. το ηχείο