enchérissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
enchérissement | enchérissements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]enchérissement (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) αύξηση της τιμής
ενικός | πληθυντικός |
enchérissement | enchérissements |
enchérissement (fr) αρσενικό