enchaînement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- enchaînement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
enchaînement | enchaînements |
enchaînement (fr) (και enchainement (ορθογραφία του 1990)) αρσενικό
- η αλληλουχία, ο συνειρμός