encounter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

encounter (en)

ενεστώτας encounter
γ΄ ενικό ενεστώτα encounters
αόριστος encountered
παθητική μετοχή encountered
ενεργητική μετοχή encountering

encounter (en)