συναπάντημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συναπάντημα τα συναπαντήματα
      γενική του συναπαντήματος των συναπαντημάτων
    αιτιατική το συναπάντημα τα συναπαντήματα
     κλητική συναπάντημα συναπαντήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναπάντημα (μαρτυρείται από το 1858) [1] < από το ρήμα συναπαντώ της νεοελληνικής < συν + απαντώ (< αρχαία ελληνική ἀπαντάω < ἀπό + ἀντάω)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συναπάντημα ουδέτερο -δεν είναι δόκιμο στη γενική και στον πληθυντικό

είχαμε ένα κακό συναπάντημα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Η Σάρα, η Μάρα και το κακό συναπάντημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 952, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου