encroué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | encroué | encroués |
θηλυκό | encrouée | encrouées |
Επίθετο[επεξεργασία]
encroué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | encroué | encroués |
θηλυκό | encrouée | encrouées |
encroué (fr)