encumber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- encumber < παλαιά γαλλική encombrer < en- + combrer
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
encumber (en)