energétique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.nɛʁ.ʒe.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
energétique | energétiques |
energétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
energétique | energétiques |
energétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό