enfermeiro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
enfermeiro (pt) < από το enfermo + -eiro
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
enfermeiro | enfermeiros |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
enfermeiro (pt) θηλυκό enfermeira