engineer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
engineer | engineers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
engineer (en)
ενικός | πληθυντικός |
engineer | engineers |
engineer (en)