engouement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
engouement | engouements |
engouement (fr) αρσενικό
- το ξαφνικό πάθος
ενικός | πληθυντικός |
engouement | engouements |
engouement (fr) αρσενικό