engouement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɑ̃.ɡu.mɑ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
engouement engouements

engouement (fr) αρσενικό