entice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας entice
γ΄ ενικό ενεστώτα entices
αόριστος enticed
παθητική μετοχή enticed
ενεργητική μετοχή enticing

Ρήμα[επεξεργασία]

entice (en)

  1. δελεάζω, παρασύρω
    to entice a child into the wonderful world of books
    δελεάζω ένα παιδί μέσα στον πανέμορφο κόσμο των βιβλίων