entitle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | entitle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | entitles |
αόριστος | entitled |
παθητική μετοχή | entitled |
ενεργητική μετοχή | entitling |
Ρήμα
[επεξεργασία]entitle (en)
- (συνήθως στην παθητική φωνή) δικαιούμαι, δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να κάνει κάτι
- ↪ He is entitled to a pension.
- Δικαιούται να πάρει σύνταξη.
- ↪ I’m entitled to a little rest.
- Δικαιούμαι να ξεκουραστώ λίγο.
- ↪ This entitles me to…
- Αυτό μου δίνει το δικαίωμα να…
- ↪ I am entitled to compensation.
- Έχω αξίωση για αποζημίωση.
- ↪ He is entitled to a pension.
- (συνήθως στην παθητική φωνή) τιτλοφορώ, δίνω έναν τίτλο σε ένα βιβλίο, ταινία κτλ.
- ↪ a book entitled “Zorbas” - ένα βιβλίο τιτλοφορούμενο «Ζορμπάς»
- δίνω έναν τιμητικό τίτλο (σε κάποιον)