entitle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
entitle (en)
- δίνω έναν τιμητικό τίτλο (σε κάποιον)
- τιτλοφορώ, δίνω έναν τίτλο σε ένα βιβλίο, ταινία κλπ
- be entitled: τιτλοφορούμαι
- δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να κάνει κάτι
- be entitled: δικαιούμαι