entitle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας entitle
γ΄ ενικό ενεστώτα entitles
αόριστος entitled
παθητική μετοχή entitled
ενεργητική μετοχή entitling

entitle (en)

  1. (συνήθως στην παθητική φωνή) δικαιούμαι, δίνω σε κάποιον το δικαίωμα να κάνει κάτι
    He is entitled to a pension.
    Δικαιούται να πάρει σύνταξη.
    I’m entitled to a little rest.
    Δικαιούμαι να ξεκουραστώ λίγο.
    This entitles me to…
    Αυτό μου δίνει το δικαίωμα να…
    I am entitled to compensation.
    Έχω αξίωση για αποζημίωση.
  2. (συνήθως στην παθητική φωνή) τιτλοφορώ, δίνω έναν τίτλο σε ένα βιβλίο, ταινία κτλ.
    a book entitled “Zorbas” - ένα βιβλίο τιτλοφορούμενο «Ζορμπάς»
  3. δίνω έναν τιμητικό τίτλο (σε κάποιον)