envoyeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | envoyeur | envoyeurs |
θηλυκό | envoyeuse | envoyeuses |
envoyeur (fr) θηλυκό
- (οικείο) ο αποστολέας