eoo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- eoo < λατινική eous < αρχαία ελληνική ἠώς
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
eoo (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
eoo (it) αρσενικό (πληθυντικός eoi)
- (λογοτεχνικό) ανατολικός άνεμος
Πηγές[επεξεργασία]
- eoo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).