epidemic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
epidemic (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
epidemic | epidemics |
epidemic (en)
- η επιδημία, εμφάνιση, σε μία περιοχή, ορισμένης αρρώστιας, συνήθ. μολυσματικής, η οποία γρήγορα προσβάλλει μεγάλο αριθμό ατόμων
- η επιδημία, μια ξαφνική ταχεία αύξηση στο πόσο συχνά συμβαίνει κάτι κακό
- ↪ an epidemic of robberies/murders - επιδημία ληστειών/φόνων
Πηγές[επεξεργασία]
- epidemic (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- epidemic (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
epidemic (ro)