escort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | escort |
γ΄ ενικό ενεστώτα | escorts |
αόριστος | escorted |
παθητική μετοχή | escorted |
ενεργητική μετοχή | escorting |
Ρήμα
[επεξεργασία]escort (en)
- συνοδεύω, πηγαίνω με κάποιον για να τον προστατέψω ή να τον φυλάξω ή να του δείξω το δρόμο
- ↪ The troopships were escorted by destroyers.
- Τα μεταγωγικά πλοία συνοδεύονταν από καταδρομικά.
- ↪ The troopships were escorted by destroyers.