escrimer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

escrimer (fr)

  1. (παρωχημένο) ξιφομαχώ
  2. (παρωχημένο) μονομαχώ, καβγαδίζω με κάποιον πάνω σε ένα θέμα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη escrime