escroc

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
escroc escrocs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

escroc (fr) αρσενικό

  1. ο απατεώνας
  2. une escroc, η απατεώνισσα
  3. ο τυχοδιώκτης