escroc
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
escroc | escrocs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]escroc (fr) αρσενικό
- ο απατεώνας
- une escroc, η απατεώνισσα
- ο τυχοδιώκτης
ενικός | πληθυντικός |
escroc | escrocs |
escroc (fr) αρσενικό