esperantistaro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική esperantistaro esperantistaroj
αιτιατική esperantistaron esperantistarojn

esperantistaro (eo)

  • το σύνολο των ατόμων που εκφράζονται ή αγαπούν τη γλώσσα εσπεράντο