espero
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | espero | esperoj |
αιτιατική | esperon | esperojn |
espero (eo)
- η ελπίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | espero | esperoj |
αιτιατική | esperon | esperojn |
espero (eo)