Μετάβαση στο περιεχόμενο

estampe

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
estampe estampes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

estampe (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]