estompe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: estompé
      ενικός         πληθυντικός  
estompe estompes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

estompe (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]