estampeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estampeur | estampeurs |
θηλυκό | estampeuse | estampeuses |
estampeur (fr)
- τεχνίτης ειδικευμένος στη στάμπα
- (οικείο) απατεώνας, που ζει από αισχροκέρδεια
- (μόνο στο αρσενικό) εργαλείο για την τεχνική της στάμπας
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estampeur | estampeurs |
θηλυκό | estampeuse | estampeuses |
estampeur (fr)
- που χρησιμοποιείται για τη στάμπα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη estampe