exertion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ɪgˈz3ːʃən/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exertion (en)
- μόχθος, κόπος, φυσική καταπόνηση
- προσπάθεια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- physical effort