exoplanet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈɛksəʊplanɪt/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
exoplanet < exo- (< ἔξω) + planet (< πλανήτης)
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
exoplanet | exoplanets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exoplanet (en)
- (αστρονομία) εξωπλανήτης, πλανήτης που δεν ανήκει στο δικό μας ηλιακό σύστημα