expense
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
expense | expenses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
expense (en)
- (μόνο πληθυντικός) τα έξοδα, τα χρήματα που δαπανώνται για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- ↪ I am limiting my expenses.
- Περιορίζω τα έξοδά μου.
- ↪ I am limiting my expenses.