Μετάβαση στο περιεχόμενο

expense

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
expense expenses

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

expense (en)

  • (μόνο πληθυντικός) τα έξοδα, οι δαπάνες τα χρήματα που δαπανώνται για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό
      I am limiting my expenses.
    Περιορίζω τα έξοδά μου.
      Expenses for medical care are deductible from total annual income and are not taxed.
    Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]