expense
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
expense | expenses |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]expense (en)
- (μόνο πληθυντικός) τα έξοδα, οι δαπάνες τα χρήματα που δαπανώνται για την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας ή για έναν συγκεκριμένο σκοπό
- ⮡ I am limiting my expenses.
- Περιορίζω τα έξοδά μου.
- ⮡ Expenses for medical care are deductible from total annual income and are not taxed.
- Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.
- ⮡ I am limiting my expenses.